Κλείνει επταετία η ύφεση στην πατρίδα μας. Για την ώρα δεν διακρίνεται κάποια αναστροφή της πορείας στον ορίζοντα. Ο χρόνος κυλάει χωρίς να διαμορφώνεται ένα νέο πειστικό αφήγημα για την ελληνική κοινωνία. Χωρίς ένα νέο όραμα πάνω στο οποίο οι παραγωγικές δυνάμεις να συμμαχήσουν και τα υπόλοιπα τμήματα της κοινωνίας να αποδεχτούν ως ζητούμενο, ακόμα κι αν απαιτεί θυσίες. Όχι ότι λείπουν οι θυσίες, αλλά στερούνται βιώσιμης στόχευσης.
Και η λεγόμενη «διαρροή εγκεφάλων» όχι απλώς δεν ανακόπτεται, αλλά εντείνεται. Χωρίς να έχω πρόχειρα τα στατιστικά στοιχεία, έχω την αίσθηση ότι το δεύτερο μισό του 2015 ενδεχομένως καταγράφουμε αρνητικό ρεκόρ στις σχετικές επιδόσεις μας.
Πάντα Έλληνες έφευγαν στο εξωτερικό. Πάντα υπήρχαν συμπατριώτες μας τους οποίους για διάφορους λόγους δεν χώραγε το στενό πλαίσιο της πατρίδας μας. Μόνο που τώρα η υπόθεση δεν αφορά αυτή την ιδιαίτερη κατηγορία μόνο. Δεν αφορά τους λίγους που έχουν τόσο μεγάλη δίψα για κάτι διαφορετικό, αλλά σειρά από καθημερινούς ανθρώπους που υπό άλλες συνθήκες θα ζούσαν και θα δημιουργούσαν εδώ. Ανθρώπους που φεύγοντας κάνουν τη χώρα μας πολύ φτωχότερη. Αλλά ας δούμε τις επιμέρους κατηγορίες.
Πρώτα από όλα ας εξετάσουμε τους πολύ νέους, αυτούς που τελειώνουν τις σπουδές τους και αναζητούν ακόμα και την πρώτη τους εργασία εκτός Ελλάδος. Το φαινόμενο αυτό στο παρελθόν αφορούσε ελάχιστους. Ακόμα και οι οικογένειες που έστελναν τα παιδιά τους για σπουδές στο εξωτερικό συνήθως τους ξεκαθάριζαν ότι μόλις ολοκληρώσουν τους περιμένει κάποια δουλειά στρωμένη, κάποια θέση προγραμματισμένη ή έστω ένα πλαίσιο υποστήριξης για τα πρώτα τους επαγγελματικά ή / και οικογενειακά βήματα. Αυτός ο μηχανισμός εξασφάλιζε ότι οι περισσότεροι θα επέστρεφαν είτε αμέσως μετά την ολοκλήρωση των σπουδών, είτε ελάχιστα χρόνια μετά.
Σήμερα τα δεδομένα έχουν αντιστραφεί. Πολλές οικογένειες στερούμενες πολλά στέλνουν τα παιδιά στο εξωτερικό με ευχή και συμβουλή να κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να μείνουν εκεί. Αλλά και οι νέοι που σπουδάζουν εντός της χώρας εξετάζουν έντονα την αναζήτηση δουλειάς εκτός Ελλάδος ακριβώς μετά τις σπουδές τους. Αφενός γιατί η ανεργία στους νέους θερίζει (>60%) κι αφετέρου γιατί οι περισσότεροι απόφοιτοι γνωρίζουν ότι εντός της χώρας είναι αρκετά δύσκολο να βρουν κάποια εργασία στο αντικείμενο των σπουδών τους, ιδιαίτερα αν έχουν σπουδάσει κάτι εξειδικευμένο. Φυσικά οι περισσότεροι αδυνατούν να βρουν μια εργασία που να τους εξασφαλίζει μια αξιοπρεπή ζωή έξω από την πατρογονική στέγη. Για να φτιάξουν δική τους οικογένεια ούτε λόγος να γίνεται.
Σε κάποιο βαθμό η διαρροή νέων πτυχιούχων δεν έχει μόνο αρνητικές επιπτώσεις. Οι νέοι πτυχιούχοι φεύγοντας στο εξωτερικό εμπλουτίζουν τις γνώσεις και τις εμπειρίες τους και αν κάποια στιγμή στο μέλλον επιστρέψουν στη χώρα, είναι σίγουρο ότι θα φέρουν μαζί τους πίσω πολύτιμες γνώσεις, δεξιότητες και διασυνδέσεις. Παράλληλα, σε κάποιο βαθμό στηρίζουν την κατανάλωση εντός της χώρας, μειώνοντας ελαφρά τον αντίκτυπο της ύφεσης. Όμως κανείς δεν ξέρει αν θα επιστρέψουν. Θα εξαρτηθεί από την πορεία της χώρας μετά από μια ή περισσότερες δεκαετίες. Έχουμε δηλαδή μια άμεση ζημία, ένα έμμεσο όφελος κι ένα μεγάλο ερωτηματικό για το μέλλον.
Όμως εκτός από τους νέους Έλληνες μετανάστες, το πιο ανησυχητικό φαινόμενο είναι αυτό με τους μεταναστεύοντες σε ηλικίες 35 – 55 ετών. Εδώ μιλάμε για πολύ δυσμενέστερη εξέλιξη. Μιλάμε για ανθρώπους στις πιο παραγωγικές ηλικίες, ανθρώπους που έχουν πλέον όλες τις γνώσεις, εμπειρίες και δυνατότητες να παράγουν υψηλή προστιθέμενη αξία, αλλά …
Αλλά, είτε το ελληνικό «οικοσύστημα» δεν τους το επιτρέπει, οδηγώντας τους να κάνουν αντιπαραγωγικές εργασίες ή να μένουν άνεργοι. Όλοι καταδικάζονται σε απαγορευτική για τις ανάγκες τους αγοραστική δύναμη, γιατί μεγάλο μέρος του ψαλιδισμένου διαθέσιμου εισοδήματός τους καταναλώνεται υπέρ των … αόρατων συμπολιτών που έχουν αναλάβει να «προστατεύουν». Ποιοι είναι αυτοί; Ας δούμε κάποιους αριθμούς.
Είμαστε λίγοι περισσότεροι από 10 εκατομμύρια σε αυτή τη χώρα. Οι συνταξιούχοι ξεπερνούν τα 3 εκατομμύρια και συνεχίζουν να αυξάνουν με γοργούς ρυθμούς. Ο ευρύτερος δημόσιος τομέας συνεχίζει να αριθμεί περίπου ακόμα 1 εκατομμύριο. Λίγο πάνω από 1 εκατομμύριο είναι οι μαθητές και οι φοιτητές. Έχουμε τέλος 1,5 εκατομμύριο άνεργους, μέρος των οποίων ημιαπασχολείται αδήλωτα, ίσα για να κλείνει μερικές τρύπες στον οικογενειακό προϋπολογισμό. Ως εδώ έχουμε φθάσει τα 6,5 εκατομμύρια πολιτών χωρίς καθαρή συνεισφορά στο συλλογικό ταμείο. Συνεχίζοντας, οι αυτοαπασχολούμενοι είναι λίγο περισσότεροι από 1 εκατομμύριο, από τους οποίους η συντριπτική πλειονότητα φυτοζωεί με αποτέλεσμα να παράγει πολύ χαμηλό εισόδημα, να χρωστάει ασφαλιστικές εισφορές και να βρίσκεται στο όριο της ημιαπασχόλησης ή ακόμα και της ανεργίας. Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι από τους αυτοαπασχολούμενους συνεισφέρουν θετικά στο κοινό μας κρατικό ταμείο περίπου μισό εκατομμύριο (στην πραγματικότητα είναι λιγότεροι). Έχουμε ακόμα λίγο περισσότερους από 2,5 εκατομμύρια μισθωτούς ιδιωτικού τομέα, πλήρους ή μερικής απασχόλησης. Από αυτούς η απόλυτα συντριπτική πλειονότητα βρίσκεται σε εισοδηματικό επίπεδο από 350 ευρώ μέχρι και περί τα 1000 ευρώ μηνιαίως. Προφανώς αυτή η ομάδα εργαζομένων ελάχιστα μπορεί να εισφέρει στο κοινό ταμείο από το φόρο εισοδήματός της και τις ασφαλιστικές της εισφορές. Το ακριβό προϊόν των κρατικών και ασφαλιστικών μας υπηρεσιών κοστίζει πιθανότατα πολλαπλάσια των άμεσων συνεισφορών τους. Συνεπώς το «κάρο» των δημόσιων εσόδων αναγκαστικά το σέρνουν τα μόνιμα υποζύγια, δηλαδή οι λίγοι αυτοαπασχολούμενοι που συνεχίζουν να είναι σημαντικά κερδοφόροι, αλλά και φορολογικά και ασφαλιστικά ενήμεροι, καθώς και οι εξίσου λίγοι μισθωτοί που συνεχίζουν να έχουν σχετικά υψηλές απολαβές για να τις (εις)φορολογεί ληστρικά το κράτος. Δηλαδή, εντελώς πρακτικά λίγο περισσότεροι από 1 εκατομμύριο άνθρωποι καλούνται να παράγουν για να στηρίξουν το βιοτικό επίπεδο και τις κακής ποιότητας και πανάκριβες κρατικές παροχές των υπολοίπων σχεδόν 9 εκατομμυρίων.
Πρακτικά ο μεσήλικας παραγωγικός εργαζόμενος ή αυτοαπασχολούμενος στην Ελλάδα έχει ατύπως αναλάβει υπό την προστασία του άλλους 9 συμπολίτες του χωρίς ποτέ να ρωτήθηκε γι’ αυτό. Έχει υποχρεωθεί να δουλεύει κατά μόλις 10% για τις δικές του καταναλωτικές ή αποταμιευτικές ανάγκες και κατά 90% για το κοινωνικό σύνολο. Δουλεύει ας πούμε 8,5 μήνες το χρόνο για άλλους και 1,5 μήνα για τον εαυτό του. Προφανώς αυτό ξεπερνά κατά πολύ οποιαδήποτε έννοια κοινωνικής αλληλεγγύης. Λογικό είναι λοιπόν ολοένα και πιο λίγοι να το ανέχονται. Ακόμα λιγότεροι το αντέχουν.
Αυτό στην ουσία στέλνει μεσαίας ηλικίας και υψηλής εξειδίκευσης και ικανοτήτων Έλληνες στο εξωτερικό. Τους διώχνουν ακριβώς οι άλλοι 9 που ζουν από αυτούς. Τους διώχνουν αντί να κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να τους κρατήσουν εδώ.
Φεύγουν μια ωραία συννεφιασμένη πρωία άνθρωποι που μόχθησαν για να αποκτήσουν σπίτια, να στήσουν επιχειρήσεις, να αναπτύξουν τεχνογνωσία και να διακριθούν στον τομέα τους. Φεύγουν γιατί υποσυνείδητα αντιλαμβάνονται ότι είναι ανάγκη να «απαλλαγούν» από αρκετούς από τους 9 που έχουν αναλάβει να συντηρούν. Να περιορίσουν τον αριθμό στα 2 - 3 (κατά μέσο όρο) μέλη της οικογένειά τους και να προσπαθήσουν να κάνουν το «κάρο» τους να τρέχει πιο γρήγορα, με λιγότερο βάρος, σε έναν άλλο δρόμο, με πολύ λιγότερες «λακκούβες», όπως ο δρόμος που βρίσκουν στις χώρες προορισμού τους.
Και βέβαια οι φυγή αυτών των ανθρώπων μπορεί επίσης να στηρίζει την εγχώρια ζήτηση σε κάποιο βαθμό, από τα χρήματα που δαπανούν για τις οικογένειές τους όσο καιρό αυτές μείνουν πίσω, από τα χρήματα που ξοδεύουν στις διακοπές τους ως τουρίστες πια στην Ελλάδα και από τους φόρους που πιθανώς συνεχίζουν να καταβάλουν για περιουσιακά στοιχεία τους στην Ελλάδα, όμως η χώρα χάνει οριστικά έναν πολύτιμο συνδυασμό από πράγματα: χάνει αυτούς ακριβώς που θα μπορούσαν με την εμπειρία τους να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας. Χάνει αυτούς ακριβώς που θα δημιουργούσαν προστιθέμενη αξία και ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Χάνει για πάντα ένα τεράστιο παραγωγικό απόθεμα για την δημιουργία του οποίου η χώρα επένδυσε επί πολλά χρόνια δημόσιους και ιδιωτικούς πόρους, μέχρι αυτοί οι άνθρωποι να φθάσουν σε αυτό το σημείο. Χάνει μια τεράστια ευκαιρία να κερδίσει από τις ιδέες τους, τις πράξεις τους και τις δραστηριότητές τους, οι οποίες θα δημιουργήσουν προστιθέμενη αξία σε μια άλλη χώρα, τη νέα τους πατρίδα. Χάνει ευκαιρίες για εξωστρέφεια και νίκες στον παγκόσμιο ανταγωνισμό των χωρών για τον καταμερισμό εργασίας (και πλούτου).
Διώχνει τα μικρά αλλά και τα μεγαλύτερα παιδιά της η χώρα υπονομεύοντας καθημερινά το μέλλον της. Και μην ξεγελιόμαστε, η διαρροή εγκεφάλων δεν είναι αποτέλεσμα έξωθεν επιβεβλημένης ύφεσης. Η ύφεση και η ανεργία είναι δυο πληγές που αποτελούν απλώς παρενέργειες. Είναι υποπροϊόντα άλλων βαθύτερων προβλημάτων. Η φυγή των υψηλής τεχνογνωσίας συμπολιτών μας είναι απόρροια α) ενός αδιέξοδου, άδικου και καταστροφικού ασφαλιστικού συστήματος που έχει ζημιώσει τα κρατικά ταμεία μόνο από το 2000 και μετά πάνω από 200 δις, β) ενός παρωχημένου, αντιπαραγωγικού, διεφθαρμένου και ευνοιοκρατικού δημόσιου τομέα που εξασφαλίζει ότι δεν πρόκειται ποτέ να αναπτυχθεί ο μη κρατικός τομέας της οικονομίας χωρίς αθρόα εισροή κρατικών ή διακρατικών πόρων, και γ) ενός κλειστού, ολιγαρχικού και ανελεύθερου θεσμικού πλαισίου που εξαφανίζει κάθε ενδεχόμενη ευκαιρία για δημιουργικές ανατροπές στην παραγωγική οικονομία, αποστερώντας από κάθε επινοητικό Έλληνα τη δυνατότητα να κάνει νόμιμα κάτι καινούριο εντός της χώρας του.
Αυτά είναι τα προβλήματα της χώρας, τα οποία δημιούργησε με πολύ κόπο και συνέπεια η πολιτική και οικονομική μας ελίτ στο πλαίσιο μιας παρά φύσιν, σιωπηρής συμμαχίας δήθεν δεξιών και δήθεν αριστερών, του παρελθόντος και του παρόντος, που καθόλου δεν ενοχλούνται από την διαρροή «εγκεφάλων». Κάθε Έλληνας που μεταναστεύει θεωρούν πως είναι ένα πρόβλημα λιγότερο για αυτούς.
Και ο μέσος πολίτης συνεχίζει να ζει στην άρνηση. Αρνείται επί μακρόν να αναγνωρίσει το πρόβλημα είτε λόγω αδιαφορίας, είτε λόγω αδυναμίας, είτε λόγω πολιτικής ανωριμότητας. Κι όσο δεν συμφωνούμε ως προς τις βασικές αιτίες, είναι μάλλον απίθανο να λύσουμε το πρόβλημα. Θα εξαπλώνεται σαν καρκίνος, τρώγοντας κάθε ζωτικό κύτταρο της χώρας.
Εκτός αν …
Εκτός αν έστω και τώρα τα αλλάξουμε ματιά. Αν σταματήσουμε να στηρίζουμε τις ελπίδες μας στον εκάστοτε παραμυθά. Αν αντιπαρατάξουμε έναν νέο διαφωτισμό. Αν δημιουργήσουμε μια σύγχρονη ελληνική αναγέννηση.
(πρώτη δημοσίευση: MarketNews.gr)