«Ν’ αγαπάς την ευθύνη
να λες εγώ, εγώ μονάχος μου
θα σώσω τον κόσμο.
Αν χαθεί, εγώ θα φταίω»
Νίκος Καζαντζάκης
Η χώρα έφθασε σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση όχι εξαιτίας των αδιαμφισβήτητων λαθών ή / και σκοπιμοτήτων των ξένων. Ούτε καν επειδή η οικονομική συγκυρία μας βρήκε απροετοίμαστους. Έφθασε κυρίως επειδή το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας από πολύ πριν αρχίσει να εκδηλώνεται η κρίση ως και σήμερα, δεν αποφάσισε ποτέ να ηγηθεί πραγματικά. Δεν θέλησε ποτέ να αναλάβει το κόστος και την ευθύνη υλοποίησης λύσεων. Οι ελάχιστες αποσπασματικές εξαιρέσεις δεν ήταν αρκετές για να αλλάξουν την πορεία.
«Ταπώναμε» τρύπες πρόχειρα όλο αυτό το διάστημα και ακόμα και για τις δυσάρεστες αυτές μικροεπισκευές αποδίδαμε την ευθύνη στους ξένους.
Οι πολιτικοί που εκλέγαμε ως τώρα ήθελαν να αναλαμβάνουν μόνο τα εύκολα και ευχάριστα. Κορδέλες και παροχές. Εκεί ήταν πάντα παρόντες. Στα δύσκολα πάντα έδειχναν είτε τους προηγούμενους, είτε τους ξένους. Kι εμείς οι πολίτες αυτούς διαλέγαμε, κοιτώντας πάντα την μικρή, μα πολύ μικρή εικόνα. Έτσι φτάσαμε εδώ.
Ας μην μπερδευόμαστε. H ίδια η κυβέρνηση Τσίπρα έχει πει σε όλους τους τόνους ότι στόχευε σε πλεονάσματα. Τα προηγούμενα χρόνια στηρίξαμε την ανάπτυξή μας στα ελλείμματα. Χρηματοδοτούσαμε τα ελλείμματά μας με δανεικά από τις αγορές. Πλέον δεν υπάρχει κανείς που να υποστηρίζει ότι πρέπει να συνεχίζουμε να έχουμε ελλείμματα, καθώς εκτός από το ότι αυτά μας οδηγούν σε μεγέθυνση του υπέρογκου δανεισμού μας, δεν έχουμε πλέον κανέναν διαθέσιμο τρόπο χρηματοδότησής των ελλειμμάτων. Κανείς δεν μας εμπιστεύεται ή δεν έχει σημαντικό λόγο να χρηματοδοτεί τα ελλείμματά μας. Ακόμα και οι εταίροι μας, δέχθηκαν να αναλάβουν το χρέος μας και να στηρίξουν το τραπεζικό μας σύστημα αφενός για να σώσουν τις δικές τους τράπεζές κι αφετέρου μόνο αφού εμείς υποσχεθήκαμε ότι σταδιακά θα πληρώνουμε τους τόκους μας μέσα από τα πλεονάσματά μας. Εμείς αυτό επιλέξαμε να το ονομάσουμε ατιμωτική παράδοση του έθνους μας. Όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται.
Στην πραγματικότητα κάθε κράτος με προβλήματα σαν τα δικά μας έχει τις εξής επιλογές:
- Να μειώσει τις κρατικές δαπάνες
- Να αυξήσει τα κρατικά έσοδα
- Να αλλάξει νόμισμα για να το υποτιμήσει ραγδαία (θυμάστε την επιθετική διολίσθηση του Αντώνη Σαμαρά επί Πολιτικής Άνοιξης;)
Η πρώτη περίπτωση σημαίνει περικοπές κρατικών δομών ή / και μισθών ή / και συντάξεων ή / και κρατικών προμηθειών / έργων.
Η δεύτερη περίπτωση σημαίνει αύξηση φόρων ή / και ιδιωτικοποιήσεις ή / και μακροχρόνιες μισθώσεις κρατικής περιουσίας ή / και … (ναι υπάρχει και αυτή η ξεχασμένη επιλογή) άνοιγμα της ιδιωτικής οικονομίας για ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και των ιδιωτικών επενδύσεων.
Η τρίτη περίπτωση, λόγω της υποτίμησης σημαίνει κατάρρευση της αγοραστικής δύναμης όλων όσων βγάζουν το ψωμί τους ή έχουν τις αποταμιεύσεις τους εντός της χώρας πλήττοντας κυρίως τα μεσαία και τα χαμηλά στρώματα. Σημαίνει ακόμα κατάρρευση της παραγωγής που έχει απομείνει καθώς για ένα μεγάλο διάστημα οι εισαγωγές πρώτων υλών θα είναι περίπου αδύνατες και δεν θα υπάρχουν ντόπιες εναλλακτικές επιλογές για να τις υποκαταστήσουν. Επιπλέον λόγω της απομόνωσης σημαίνει εθνικούς κινδύνους (τα έχουμε ξαναζήσει) και τέλος λόγω της υποτίμησης του νομίσματος σημαίνει κατάρρευση του ΑΕΠ σε Ευρώ (ή δολάρια), ή αλλιώς εκτίναξη της σχέσης χρέος προς ΑΕΠ, μια που το χρέος δεν θα αλλάξει νόμισμα.
Κανείς δεν μας υπαγορεύει ακριβώς πιο μείγμα πολιτικής θα ακολουθήσουμε όμως πρέπει να ξέρουμε τι σημαίνει κάθε επιλογή και τα νούμερα στο πλάνο μας να είναι αξιόπιστα. Αλλιώς δεν θα μας στηρίξει κανείς στη δύσκολη προσπάθεια.
Πρακτικά η τρίτη επιλογή που το δημοψηφισματικό ΟΧΙ προωθεί οδηγεί σε πολύ μεγαλύτερη λιτότητα, με έμμεσο τρόπο, η οποία επιπλέον μας αποσυνδέει από τα εργαλεία επενδύσεων που επεξεργάζεται όλη η Ευρώπη, μας φέρνει αντιμέτωπους με τους λαούς που δανείστηκαν για να αγοράσουν το χρέος μας και μας εκθέτει ως εύκολο θύμα (sitting duck) στις ορέξεις κάθε κερδοσκόπου, ντόπιου ή ξένου, χρηματοοικονομικού ή γεωπολιτικού.
Μην μπερδεύεστε, στο δημοψήφισμα αυτό δεν διαλέγουμε αν θα πάμε με τον Τσίπρα ή το Σαμαρά ή όποιον άλλο πολιτικό που δεν βρήκε το σθένος και την ευθύνη να αναλάβει να ηγηθεί των μεταρρυθμίσεων που χρειάζεται απεγνωσμένα επί μακρόν η χώρα. Διαλέγουμε αν θέλουμε να έχουμε το μέλλον μας συνδεδεμένο με τους υπόλοιπους λαούς της Ευρώπης ή να διαλέξουμε μια διαδρομή απέναντί τους, έναν δρόμο απομόνωσης ανάλογο π.χ. με αυτόν που ακολουθούσε η πάλαι ποτέ Αλβανία του Χότζα. Εμείς αποφασίζουμε.
Και τι θα κρίνει αυτό το δημοψήφισμα; Πρώτα από όλα το κατά πόσο θα αποσυνδέσουμε τις επιλογές ψήφου με τους κομματικούς σχηματισμούς που τις υποστηρίζουν. Κυριότερα όμως το κατά πόσο ο Έλληνας πολίτης θα βρει το σθένος να ηγηθεί ο ίδιος της τύχης του, αντισταθμίζοντας το έλλειμμα ηγεσίας του πολιτικού του προσωπικού. Θα κριθεί στο κατά πόσο ο καθένας μας θα βρει τη δύναμη και τη σύνεση να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέπτη και να πει με απόλυτη σιγουριά τα λόγια του Νίκου Καζαντζάκη: «εγώ μονάχος μου θα σώσω τον κόσμο. Αν χαθεί, εγώ θα φταίω».
Εγώ στο επικείμενο δημοψήφισμα ψηφίζω ΝΑΙ (διαβάστε κι εδώ γιατί).
(πρώτη δημοσίευση στο http://www.capital.gr/story/3039854)